- ματαιολογίᾳ
- ματαιολογίᾱͅ , ματαιολογίαidle talkfem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ματαιολογία — ματαιολογίᾱ , ματαιολογία idle talk fem nom/voc/acc dual ματαιολογίᾱ , ματαιολογία idle talk fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ματαιολογία — η (ΑM ματαιολογία) [ματαιολόγος] μάταιη, ανόητη ή άσκοπη ομιλία, κενολογία … Dictionary of Greek
ματαιολογία — η ανόητη και άσκοπη πολυλογία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ματαιολογίας — ματαιολογίᾱς , ματαιολογία idle talk fem acc pl ματαιολογίᾱς , ματαιολογία idle talk fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ματαιολογίαν — ματαιολογίᾱν , ματαιολογία idle talk fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ματαιολογιῶν — ματαιολογία idle talk fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ματαιολογίαις — ματαιολογία idle talk fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
суесловие — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} сущ. (греч. ματαιολογία) пустословие; (ἀλαζονεία) высокомерие,… … Словарь церковнославянского языка
MENDES — I. MENDES Labyrinthum condidit, Diodorô teste, quem Regem alii Maron vocabant. Salmas. ad Solin. p. 475. II. MENDES urbs Aegypti, iuxta Lycopolin, ubi Pana, et hircum colunt, Aegyptiorum linguâ Mendes vocatum, cuius libidini excellentissimâ formâ … Hofmann J. Lexicon universale
-λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με … Dictionary of Greek